Δυσνόητη εκ πρώτης όψεως έκφραση που αναφέρεται στην στάση του σώματος μετά από κάπνισμα δυνατού μπάφου όταν π.χ. το θύμα κάθεται σε καναπέ.

Τρεις τζούρες έκανε ο Μητσάκος και έμεινε Στήβεν Χώκινγκ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγνώστου γλωσσολογικής προέλευσης και σπάνια έκφραση για το «λαιμός»-«λαρύγγι». Συνήθως συνδυάζεται με έννοιες που υποδηλώνουν χασισοποτεία.

Ήπια ένα δίφυλλο και μου στέγνωσε το μπισκιτίτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified