Τα λιβάδια, τα βοσκοτόπια. Επίπεδες εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση από χόρτα και θάμνους.

Από το τούρκικο cayir που σημαίνει το ίδιο - cayir στα Τούρκικα μπορεί να δηλώνει επιπλέον και τη σαβάνα και τα αμερικάνικα prairies.

«Πάω στα τσαΐρια» σημαίνει περιπλανώμαι σε τόπο αφιλόξενο, στην ερημιά. «Για τα τσαΐρια» όταν λέμε σημαίνει ότι κάτι ή κάποιος δεν είναι για κόσμο - τουλάχιστον, για κόσμο πολιτισμένο, για τα σαλόνια.

Παράγωγη είναι και η λέξη τσαϊράδα που σημαίνει εκδρομή στην εξοχή άλλα σε μέρη μάλλον άγρια ή κι έναν άσκοπο περίπατο στα χωράφια. Η λέξη τσαϊράδα έχει εξασφαλίσει την αθανασία χάρη στο ομώνυμο ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Η λέξη τσαΐρια επιβιώνει και σε διάφορα τοπωνύμια - π.χ. ήξερα περιοχές που οι ντόπιοι αποκαλούσαν «τα Τσαΐρια» στην Επανομή και στον Άγιο Μάμα της Χαλκιδικής.

Παράβαλε και το λήμμα μπαΐρια.

  1. - Είχε δηλαδή πολύ κυνήγι εκείνα τα χρόνια;
    «Τι πολύ, για τους λαγούς σας είπα, οι πέρδικες έμπαιναν μέσα στο χωριό, που λέει ο λόγος. Έβγαινες το πρωί έξω από το χωριό στα τσαϊρια, που είχαμε τα αλώνια κι άκουγες τις πέρδικες να κελαηδάνε. (Από το περιοδικό Κυνηγεσία και Κυνοφιλία, αναδημοσίευση στο www.alfa-omega.gr)

  2. Το παράδειγμα είναι στα Ποντιακά από το http://pontosandaristera.wordpress.com:

Τα τσαΐρια όντα ετρανίναν επένανε με τα κερεντίδες και εθέριζανε και εποίνανε τα χορτάρια δέματα για να είχαν το χειμονκόν τροφήν για τα ζα τουνα.

Και η μετάφραση στην Κοινή

Καθώς μεγάλωναν τα λιβάδια, τα θέριζαν με τις κόσες και έκαναν τα χόρτα δέματα για να τα χρησιμοποιήσουν ως τροφή για τα ζωντανά τους, το χειμώνα.

  1. Τσαϊράδα (Ντίνος Χριστιανόπουλος, 1960)

Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε.
Τ' αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδίνουν.
Το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό,
δε μοιάζει τα ολοκάθαρα ρυάκια του χωριού σου.

Εδώ δεν είναι τόπος να ξανάρθουμε.
Έχτισαν κι άλλο σπίτι, βλέπω φως στο παράθυρο.
Ο χωματόδρομος περνάει σχεδόν δίπλα μας.
Ζευγάρια επιστρέφουν με το μοτοσακό.

Εδώ δεν είναι τόπος να ησυχάσουμε.
Αυτό το ρεμπέτικο μού χάλασε όλο το κέφι.
Βουρκώνει το μέσα μου καθώς σ' αγκαλιάζω.
Μου κάνει κακό ν' ακούω για ξενιτεμούς.

Εδώ δεν είναι τόπος για μάς.
Ακόμα κι η εξοχή έχει τον τρόπο της να μας πληγώνει.

Να προσεχθεί, παρακαλώ, το μπλουζάκι του δικού μας - είναι από την T.O. Επανομής του slang.gr (από poniroskylo, 06/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified