Αυτός που είναι εθισμένος σε ριψοκίνδυνα, δυνητικά θανατηφόρα σπορ. Από τα επινεφρίνη + πρεζόνι.

Αρχαιοελληνική, δηλαδής ορίτζιναλ μορφή του αγγλοσαξωνικού «adrenaline junkie».

- Ρε συ, αυτός πήγε με την Άννα Μαρία ΧΩΡΙΣ ΜΑΔΕΡΦΑΚΙΝΓΚ καπότα!
- Ε, τι περιμένεις; Το κλασικό επινεφρόνι είναι... Εδώ κυκλοφορεί με τα κτελ χωρίς να φορά ζώνη.
- Σωστόστ, για μια ακόμη φορά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.

  1. (με κάφρικο ύφος)
    - Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;

  2. - Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified