SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition

Tagged definitions (1)
Showing 1-1 from 1

Selected tags

  • εμπορική ονομασία
  • κοινωνική θέση
  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: αγγλικά
  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: εξελληνισμός
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Further tags

  • teens
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: υποκοριστικά
  • νεολογισμός
  • ΠΕΡΙΟΧΗ: Αθήνα
  • Many comments none
  • A Z
  • Newer Older
  • Recently commented Earlier

σταρμπακάκια

Κατηγορία ομοιόμορφων trendy νέων ηλικίας 13-18, συνήθως από Β. Π., που λιώνουν στα Starbucks της γειτονιάς τους με τις ώρες (συν. έχουν μαλλί κουνουπίδι).

Αυτά τα starbuckάκια είναι τόσο ίδια μεταξύ τους, που δεν ξεχωρίζεις το ένα από τ' άλλο.

Got a better definition? Add it!

  • teens
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: Μέρη του λόγου - Ουσιαστικό
  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ: υποκοριστικά
  • εμπορική ονομασία
  • κοινωνική θέση
  • νεολογισμός
  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: αγγλικά
  • ΞΕΝΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ: εξελληνισμός
  • ΠΕΡΙΟΧΗ: Αθήνα
  • χαρακτηρισμός προσώπου

Published 2006-12-16 09:23:16+00:00
Last modified 2015-06-24 20:24:18+00:00

Vegeta

Vegeta

  • 22
  • 0
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.