Yπερβολικά κουρασμένος, λιωμένος από αλκοόλ ή ναρκωτικά.
«Mαλάκες είμαι χέσμα, δε θα βγω σήμερα»
Got a better definition? Add it!
Published 2009-04-02 20:41:02+00:00 Last modified 2015-05-26 13:50:13+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.