Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Έκφραση κάπως περιθωριακή κοινωνικά που σημαίνει «έχω στο σπίτι μου, διαθέτω». Κυρίως για ευτελή αντικείμενα ή αναλώσιμα. Συνήθως προηγείται αίτησης να το δανείσει ο άλλος το πράγμα.

  1. Σου βρίσκεται λίγη ζάχαρη... να κάνω ένα καφέ του άντρα μου, γιατί ξέμεινα;

  2. Σου βρίσκονται δυο αυγά... μέχρι να πάω να πάρω; Μέχρι ν' ανοίξουν τα μαγαζιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μη τεκμηριωμένη λογικά ή επιστημονικά άποψη που, ωστόσο, διατυπώνεται με το στόμφο και τη σιγουριά σαν να πρόκειται για γερά θεμελιωμένη θέση. Συχνά η αποψάρα αναλύεται με δασκαλίστικο ύφος και ολοκληρώνεται με μορφασμούς αυταρέσκειας.

1) - Να ξέρεις η οικονομική κρίση είναι ένα σχέδιο των νεφελίμ και του κοινού της σιών χρόνια τώρα!
- Ναι την έχω ακούσει και αυτή την αποψάρα..
2) -Θα βγούμε σήμερα με τον Άλκη;
-Ρε φίλε άμα βγούμε με αυτόν θα μας ζαλίσει τα αρχίδια με τις αποψάρες του..

Ορισμένες φορές ο όρος διατυπώνεται τίμια, για να αναδείξει ο συνομιλητής το περιορισμένο εύρος γνώσεών του και άρα και το πιθανόν μη θεμελιωμένο της άποψής του.

- Μπορείς να μου εξηγήσεις τη γίνεται ακριβώς με τα κρατικά ομόλογα;
- Επειδή δεν το έχω ψάξει καλά το ζήτημα θα σου πω την αποψάρα μου μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified