Συνώνυμο του κλάνω μέντες, δηλαδή διακατέχομαι από μεγάλη τρομάρα. Οι μπάμιες ως δύσπεπτες προκαλούν αέρια, οπότε η χρήση τους εδώ μάλλον είναι επιτατική, δηλαδή κλάνω πάρα πολύ (από τρόμο).
Πάσα: Μπίφτεξ, Πονηρόσκυλο.
- Ε ετσι πρεπει να παιζεται το Σκοτεινο Δωματιο.Να ακουει ο αλλος «σειρα σου» και να κλανει μπαμιες. (Εδώ). 
- Μου παν πως είσαι μπελαλής 
 άντρας σκληρός και ντερτιλής
 μα σαν τον παίρνεις και γελάς
 κλάνεις μπάμιες και πονάς. (Ποίηση).
- nikolaki θα το παρω μια μερα να σε παω λαμπαδα να κλασεις μπαμιες. (Εδώ).