- Ο άσχημος.
- Αυτός που έχει άθλια εμφάνιση λόγω χρήσης (ή κατάχρησης) ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ.
- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.
- Τι μάπα είναι αυτή που έχεις ρε φίλε... Σαν τον κώλο μου ξενύχτη.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός από γιαγιά για δριμύτατους χασικλήδες, όπου τα μάτια τους σχεδόν στάζουν αίμα και τα ρούχα έχουν ποτίσει πλέον χορτίλα.
-Πέτυχα χθες Μαριγώ μ' το Κωστάκη της Τασούλας και σαν διάολος ήταν... Τα μάτια του κατακόκκινα και κλειστά και βρώμαγε λιβάνι από μακριά... Άπαπα αυτό το παιδί...
Got a better definition? Add it!