1. Αυτός που έχει κομμένη την ουρά. Από τα κόβω + ευφωνικό ν + ουρά. Το λέμε για ζώα. Χαριτωμένη λέξη για μια επώδυνη εμπειρία.

  2. Προς μεγάλη μου έκπληξη βρήκα κάτι που αγνοούσα: ότι λέγεται και για ανθρώπους και σημαίνει ευφυής, εφευρετικός, βλ. εδώ και εδώ. Μάλιστα η έννοια αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη (βλ. παραδείγματα 2.α., 2.β., 2.γ.). Παρόλ' αυτά την έβαλα δεύτερη γιατί θεωρώ ότι είναι συνέπεια της πρώτης και γιατί εκπλήσσομαι που τα λεξικά δεν αναφέρουν την πρώτη καν.

Δεκτή οποιαδήποτε διόρθωση αν πέφτω έξω.

1.α. O πορτοκαλάκης κοψονούρης μαζί με τον αδελφούλη του! Τελικά η κομμένη άκρη της ουρίτσας έπεσε και είναι σαν να μην του συνέβει ποτέ!

1.β. Κι όχι μόνο δεν μετανοούν, για να μη ταπεινοφρονήσουν, αλλά προσπαθούν να παρασύρουν και άλλους ν’ ακολουθήσουν την αμαρτωλή γνώμη τους, μόνο επειδή έχουν κομμένη την ουρά τους, και δεν θα ησυχάσουν ποτέ, αν δεν μας πείσουν να την κόψουμε κι εμείς. Ο κάθε κοψονούρης δεν ησυχάζει, αν δεν έχη συνενόχους, και όσο γίνεται περισσοτέρους.

========

2.α. Αυτός ο υποψήφιος βο(υ)λευτής υποτιμά τη νοημοσύνη των γυναικών… Από τώρα καταλαβαίνεις γιατί θέλει να βγει…για τη μάσα και μόνο…. Ποιος είναι τελικά αυτός ο δήθεν κοψονούρης;
εδώ

2.β. Το οίκημα κτίστηκε πρόσφατα και όμως δεν βρέθηκε κάποιος κοψονούρης να τους πει ότι από του χρόνου όλο το πρόγραμμα θα εκπέμπεται ψηφιακά και θα πρέπει να υπήρχε η σχετική πρόνοια πριν την ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων.
εδώ

2.γ. ...το έλυσαν με έναν τρόπο που δε θα το σκεφτόταν κανένας άλλος όσο έξυπνος και κοψονούρης και να ήταν.
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified