Ψωλούμπα (η): Αντικαθιστά επάξια τον ξενέρωτο όρο «γυμνισμός».
-
- Πάμε στο λιβάδι για μπάνιο;
- Ναι αμέ, εκεί παίζει και ψωλούμπα ε;
- Ναι ρε, εκεί τίγκα ψωλούμπα είναι.. -
(Παρατηρώντας τύπο ψωλούμπα που είναι ομοιόμορφα μαυρισμένος, χωρίς το χαρακτηριστικό σημάδι από το μαγιό)
- Καλά, αυτός όλο το καλοκαίρι ψωλούμπας θα ήταν...
Άλλες χρήσεις:
Υπάρχουν και άλλα συνθετικά / συνώνυμα κλπ του όρου:
Γεροψωλούμπας (συνηθισμένο είδος), δειλοψωλούμπας (ο φοβιτσιάρης, μοιάζει και με τον πρωτοψωλούμπα), κωλούμπα (η μπρούμυτη ψωλούμπα), hardcoreψωλούμπας (αυτός που κάνει ψωλούμπα σε παραλία με μη-ψωλούμπες) κλπ κλπ..