1. Ο νταβατζής. Επειδή παίρνει σχεδόν όλα τα λεφτά της πουτάνας. Η λέξη πιθανόν να προέρχεται από το παιδικό παιχνίδι «παρταόλα» (είδος σβούρας).

  2. Κατ' επέκταση το αρπακτικό, αυτός που στα παίρνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (εφορία, τοκογλύφος, δικηγόρος, δοσατζής κ.λπ.).

  1. Κρύψτε τα λεφτά, ήρθε ο παρταόλας...

  2. Φτού ρε πούστη, Δευτέρα πρωί δεν έχω κάνει σεφτέ ακόμη και ήρθε ο παρταόλας.

Σκούρος παρταόλας (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified