Ο συνήθης ορισμός αφορά την τσάπα, ίσως το πιο απλό εργαλείο σκαλίσματος η οποία όμως απογυμνώνει το χωράφι από κάθε λογής παράσιτο, αγριόχορτο κ.ο.κ.

Κατά το Καρδαμυλίτικο ιδίωμα άποψη, περιγράφει επίσης κάποιον ή κάτι το «γυμνό». Συνώνυμο με το «λαμνί», επίσης Καρδαμυλίτικης προελεύσεως.

- Γιάδε κατηβαίνω που λες στο Γιόσωνα και τους βλέπω να κολυμπούνε λαμνί..
- Λαμνί; τί είν αυτό;
- Εεε, δικέλλι βρε γιε μου..
- Αααα, λαμνί θα πει δικέλλι δηλαδή;
- Εαμέ.
- Kαι τι είπαμε ότι θα πει δικέλλι;
- Ε, άμε στο διάλο... άμ' εν ήξέρεις και το δικέλλι... πα' στο διάλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified