Αυτός που είναι προσκολημμένος στη μαμά του και πλήρως εξαρτημένος απ' αυτή, ο φλώρος, ο άβγαλτος.
- Καλά είσαι τελείως μαμάκιας, να δω τι θα κάνεις στο στρατό που δε θα έχεις τις ανέσεις της μαμάς.
Αυτός που είναι προσκολημμένος στη μαμά του και πλήρως εξαρτημένος απ' αυτή, ο φλώρος, ο άβγαλτος.
- Καλά είσαι τελείως μαμάκιας, να δω τι θα κάνεις στο στρατό που δε θα έχεις τις ανέσεις της μαμάς.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!