Ατάκα, όπως τηνε μετέφερε ο πατέρα μου, από τον ξάδερφό του και συμμαθητή του στο ίδιο θρανίο, στις παροιμιώδεις κόντρες που είχενε ο δεύτερος με το δάσκαλο, που συχνά κατέληγαν σε βρωμόξυλο (το δίκιο του ισχυρότερου). Έντονα ειρωνική καθώς δε ζητάς την προσοχή από την εξουσία, εκείνη μόνο έχει το δικαίωμα να την απαιτεί, διότι αυτό συνεπάγεται αναστροφή των ρόλων. Σημαίνει: "Να έχεις το νου σου και τ' αφτιά σου εδώ, όταν σου μιλάνε".

Η έκφραση λέγεται στο συνομιλητή μας - ακροατή, όταν διαπιστώσουμε πως είναι αλλού την ώρα της κουβέντας και κάνει ένα άκυρο σχόλιο, εντελώς εκτός θέματος στα λεγόμενα ή ζητά να του επαναλάβουν κάτι που μόλις ειπώθηκε ή είχε ειπωθεί λίγο πιο πριν και εκεί στηρίχθηκαν τα τελευταία σχόλια, με αποτέλεσμα να χάσει τον ειρμό. Λέγεται όταν γίνεται συστηματικά από το συνομιλητή και ο ομιλητής νιώθει προσβεβλημένος, ότι κάθεται σα μαλάκας και μιλάει χωρίς να τον ακούει - παρακολουθεί όμως ουσιαστικά κανείς. Κοινώς, όταν γίνεται "συνεννόηση - μπουζούκι". Τέλος, μπορεί και να λεχθεί πνιχτά, μέσα από τα δόντια του ομιλητή, όταν πρόκειται για προϊστάμενο/ανώτερό του που πρέπει να του εξηγήσει ξανά τα ίδια και τα ίδια, αλλά δεν τολμά να το πει κατάμουτρα λόγω της δυναμικής που έχουν οι σχέσεις εξάρτησης μεταξύ τους (αφεντικό είμαι κι ό,τι θέλω κάνω κι αν δε σ' αρέσει, πάρε πόδι). Έτσι το λέει ίσα να το ακούσουν οι παρευρισκόμενοι συνάδελφοι - συμπάσχοντες, που το λέει εξ ονόματος όλων, ίσα να τ' ακούσουν αυτοί και ν' αναθαρρέψουν (αν δεν του το πω εγώ, ποιος θα το πει) και συνεχίζει κανονικά σε ότι του έχει ζητηθεί σαν να μην τρέχει τίποτα. Κάποιες φορές ακούγεται και δυο φορές, όταν η αγανάκτηση είναι μεγάλη και αυτός που το λέει την πρώτη μέσα από τα δόντια του, ψευτοκρίβοντάς το, γίνεται αντιληπτός απ' τον ανώτερο και τότε ας τα πάρει όλα το ποτάμι (δηλαδή, τί θα μας κάνεις; και τί έγινε άμα το ακούσεις;). Έτσι προκαλείς τον μπελά σου... Αλλά ανάγεσαι σε ήρωα που τόλμησες και ειρωνεύτηκες την εξουσία και κατέδειξες το κατεξοχήν ελάττωμά της... Ότι ΔΕΝ ΑΚΟΥΕΙ!

- Ίν'τα πες; Πάλι αρχίνιξες τσι φασαρίες;
- Όντεν πουλούν αυθιά, αγόραζε (σχεδόν από μέσα).
- Πώς τό' πες αυτό; Δεν άκουσα καλά... Για ξαναπέ το!...(μα 'δα τα θέλει και σε ο κώλος σου, κουμπάρε!)
- ΟΝΤΕΝ ΠΟΥΛΟΥΝ ΑΥΘΙΑ, ΑΓΟΡΑΖΕ!
- ΙΝ''ΤΑ ΠΕΣ; ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΔΑ ΟΡΘΙΟ! ΓΡΟΙΚΑΣ ΠΡΑΜΑΤΑ! ΜΠΡΟΣ, ΓΛΗΓΟΡΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).

Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.

Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.


1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.

Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified