Μουρμουρίζω, φλυαρώ ψιθυριστά, ενδεχομένως διαβάλλω, σουχλίζω.

Ηχομιμητική λέξη, το πιθανότερο.
Από Ανατολική Κρήτη, το περισσότερο.
Αρκετά μαμαδίστικο γιατί αναφέρεται πιο συχνά στην ανώφελη μουρμούρα των παιδιών.

Ίντα πάλι κιουκιουρίζετε; Μήμπας θαρρείτε πως δε γροικώ λω!

Ούλο το μεσήμερι εκάθουντονε τα κοπέλια στα σκαλιά και κιουκιουρίζανε και μου παίξανε το νευρικό μου σύστημα, μέχρι που επήγα από το απάνω αυλιδάκι και των-ε επέταξα ένα γκουβά νερό, μα όπως σου το λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified