Μουρμουρίζω, φλυαρώ ψιθυριστά, ενδεχομένως διαβάλλω, σουχλίζω.

Ηχομιμητική λέξη, το πιθανότερο.
Από Ανατολική Κρήτη, το περισσότερο.
Αρκετά μαμαδίστικο γιατί αναφέρεται πιο συχνά στην ανώφελη μουρμούρα των παιδιών.

Ίντα πάλι κιουκιουρίζετε; Μήμπας θαρρείτε πως δε γροικώ λω!

Ούλο το μεσήμερι εκάθουντονε τα κοπέλια στα σκαλιά και κιουκιουρίζανε και μου παίξανε το νευρικό μου σύστημα, μέχρι που επήγα από το απάνω αυλιδάκι και των-ε επέταξα ένα γκουβά νερό, μα όπως σου το λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: «Ελένη ονομάζομαι, σου λένε!»

Από τις βορειοελλαδίτικες διαλέκτους που δεν χορταίνουν φωνήεντα (να πώς να περιγράψεις κάποιον που μιλά έτς).

Μια θεία με περήφανα αφτιά ρωτά ένα περαστικό κοριτσόπουλο:
- Πώς σι λεν;
- Ελέν(η), απαντά η μικρή.
- Πώωωως;
- Ελέν, ξαναλέει η τσούπα.
Στην τρίτη ερώτηση απαντά το: Ελέν(η) με λέν(ε) σε λέν(ε), τονίζοντας το πρώτο λε με νεύρο και απελπισία.

Χρησιμοποιείται για να σχολιάσει κάποιος τη μειωμένη ακοή κάποιου άλλου ή/και την αντιληπτική του βραδύτητα. Τέλος, για να σχολιάσει εμμέσως πλην σαφώς το δυσνόητο αξάν.

- Ρε φίλε, βάζεις ένα χέρι να βγω! λέει κάποιος που του κόλλησε το
όχημα.
- Αμέ. Πώς έγινε;
- Ααα; (του ξεφεύγει του παθόντος).
- Λέω, πώς κόλλησες;
- Ιγώ λαμώνω κι στο ισάδ(ι).
- Ελέν με λεν σε λεν (ή Ελενμελενσελέν).

Je suis une fille comme les autres (από Khan, 31/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσομπολιά, συζητήσεις χωρίς θέμα, απλά κουβέντα να γίνεται, συνηθίζεται στην Β. Ελλάδα.

-Πέρνα από δω, είμαστε με την Μαρία και λέμε μασάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified