Προέρχεται από το βλάχικο «τζάτσι» που σημαίνει δέκα (10).

Ο μύθος λέει ότι όταν οι βλάχοι φτιάχνανε τη γλώσσα τους και ειδικά την αρίθμηση (1: ούνου, 2: ντόι, 3: τρέι... 9: νουάουα), δεν μπορούσαν να σκεφτούνε κάτι για να βαφτίσουνε το δέκα. Τότε ένας γάιδαρος πέρασε και πάτησε μια δυνατή κλανιά (ΖΑΤΣ!) και έτσι βγάλανε το δέκα τζάτσι!

Σήμερα λόγω ακριβώς της ομοιότητας με τον ήχο της κλανιάς, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το «τάπωμα» λεκτικό ή φυσικό. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αρχή ή στο τέλος περιπαικτικών προτάσεων.

Συνηθίζεται πιο πολύ στη Λάρισα και γενικά στη Θεσσαλία πλην Βόλου, όπως επίσης και στα ορεινά του νομού Γρεβενών.

1: Πειραγμένοι πενηντάρηδες (ένας ΠΑΣΟΚ και ένας ΝΔ) παρακολουθούν το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών.

(ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ): -Δε θα μας μιλήσετε εσείς για διαφάνεια κ. Καραμανλή!
Πασόκος στο ΝΔ φίλο του: ΖΑΤΣ! Του την είπε τώρα, την πάτησε ο δικός σας!

2: - …και του πάτησε ένα μπουκέτο ρε φίλε... ΖΑΤΣ! Παρ' τον κάτω.

Δες και ζαρτ, κλάσιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην περιοχή της Θεσσαλίας. Δηλώνει άτομο συνήθως χαμηλής μόρφωσης και καλλιέργειας, με παρουσιαστικό στα όρια της κακογουστιάς (μαλλιά & ντύσιμο) που σε παρέες διασκεδάζει κάνοντας φασαρία και ενοχλώντας τους διπλανούς του.

Στο μπαρ χθες το βράδυ ήταν ωραία, μέχρι που πλάκωσαν κάποια γκαφάλια και την πέφτανε στις σερβιτόρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified