Κολυμπηθρόξυλο: ξύλο που απομένει από κατεστραμμένο ναυάγιο και μπορεί να αποτελέσει σανίδα σωτηρίας για τον καημένο ταλαίπωρο ναυαγό - το ξύλο που θα τον βοηθήσει να κολυμπήσει.
Δε θα μείνει κολυμπηθρόξυλο: θα διαλυθούν τα πάντα όλα, θα γίνει της πουτάνας, θα επέλθει ολική καταστροφή, δε θα ξέρουμε πούθε να κάνουμε, θα τρέχουμε γύρω γύρω (ή θα κολυμπάμε γύρω γύρω στα σκατά ως πιο συναφές) χωρίς ελπίδα να σωθούμε από την κοσμοχαλασιά γιατί δε θα 'χουμε πού να πιαστούμε, από την πρότερη κατάσταση δε θα χει μείνει ούτε κομμάτι, όλα θα έχουν διαλυθεί.
Χρήση συνήθως ως απειλή ή ως Κασσάνδρεια προφητεία.
-Μωρέ τι, θα τον φοβηθώ; Γιατί δηλαδή γκατάλαβα, επειδή είναι ντούκι; Εγώ σου λέω άμα αρχίσει πάλι τις μαλακίες δεν του την χαρίζω άλλη φορά, θα τον λιώσω, της πουτάνας θα γίνει, θα τα τσακίσω όλα, δε θα μείνει κολυμπηθρόξυλο σου λέωωωω...
-...
-Πίσω μου είναι ε;
-...καλώς τον Κώστα...
-Πάλι για μένα λες ρε σπόρε, ρε απολειφάδι γαμώ τη μάνα σου;
-Νταξ ρε Κωστάκη, λέμε και καμια μαλακία να περάσει η ώρα, όλα καλά...