Η γυναίκα που έχει εμμονή με την καθαριότητα, όχι όμως επειδή είναι υποχόνδρια ή νοικοκυρά, αλλά επειδή θέλει να δείχνει στους άλλους ότι ντε και καλά είναι προκομμένη. Μιλάμε δηλαδή για επιδειξία του καθαρίσματος.

Τέτοιες θα βρείτε είτε στο μπαλκόνι να απλώνουν συνέχεια ρούχα, ή με το λάστιχο παραμάσχαλα να πλένουν αυλές και μπαλκόνια (και όλους τους περαστικούς μαζί) ή με το βετέξ ανά χείρας να τρίβουν τις μουτζούρες από τους τοίχους και τις πόρτες.

Άσε ρε τι έπαθα! Είχα πλύνει το αυτοκίνητο και βγήκε η παστρικοθοδώρα η πεθερά μου τάχα να πλύνει το πεζοδρόμιο, και μου το' κανε σαν την μάπα της.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified