Λέξη που απαντάται πάντα σε ερωτηματική μορφή.

Συνήθως προηγείται αυτής η αναφορά σε συγκεκριμένο άτομο που είναι παρών/ -ούσα και ακολουθεί αυτήν, χωρίς να είναι απαραίτητο, -με ολίγη καθυστέρηση και έμφαση στο «ή»- , η φράση «ή έχω καιρό να (σε) γαμήσω;», ιδίως αν το άτομο σκάσει χαμογελάκι.

Όπως είναι προφανές, χρησιμοποιώντας αυτόν τον ορισμό δεν αναφερόμαστε στα κάλλη του ατόμου, αλλά το λέμε ως χλευασμό, κοροϊδία ή, ειρωνικά, για πολλούς και διαφόρους λόγους, συνήθως όταν μας πουλάν μούρη ή μας την δίνουν στα νεύρα.

Ενδέχεται φυσικά, όντως να έχει ομορφύνει η / o τύπισσα / τύπος και όντως να έχουμε καιρό να την / τον γαμήσουμε, ή όντως να βρισκόμαστε σε κατάσταση Ε.Λ.Π.Α. και δείχνουμε έτσι ένα πρωτότυπο ενδιαφέρον…

  1. Τεε έγινε φίλος ; Μανγκιά (sic); Ομόρφυνες… ή έχω καιρό να γαμήσω;

  2. Βρε, βρε το Λίλιαν! Ομόρφυνες βρε!

oμόρφυνες; (από BuBis, 07/05/09)(από Khan, 09/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified