Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.

-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κακαμούνιας.αυτό.

Πλάτων: και τι θα πει μουνίκακας είπαμε;

Γιώργος : θα πει κακαμούνιας. Αυτό.

σ.σ Όποιος εικάσει ότι ξέρει έτυμα και συνθετικά και ορισμούς και αντώνυμα και λοιπές χρήσεις και τα τοιαύτα να ρθει να με βρει. Ραντεβού έχω στο κάραβελ.Να φέρει και το μαχαίρι του.

Got a better definition? Add it!

Published