«Κωλοτρίβομαι» σημαίνει ένα ή και περισσότερα από τα παρακάτω:
- Κυριολεκτικά, τρίβω τα οπίσθιά μου σε άλλο άτομο στα πλαίσια ερωτικών παιγνίων,
- Πιπιλιέμαι, που γράφει και η Regina: «σαχλαμαρίζω, κουνιέμαι, τρίβομαι στη γκλίτσα του τσοπάνη. Δίνω το πράσινο φως στο άλλο φύλο με νάζια και κολπάκια»,
- Υστερόβουλα πλησιάζω κάποιον με πλάγιο, γλοιώδες και σπεκουλαδόρικο τρόπο για να πετύχω κάτι,
- Με τρώει ο κώλος μου να κάνω κάτι το παράτολμο.
Σλανγκασίστ: Val
Refuse: - Ρε παιδιά σόρρυ, είμαι νέος στην όλη φάση, αλλά ο «φραπές», είναι αγγλιστί το hand-job; Η διαφορά 'πριβέ' χωρός από αυτό σε τραπέζι υποννοεί τίποτα παραπάνω από το να σου κωλοτρίβεται η εκάστοτε stripper;
xaf: - ναι δίκιο έχεις φραπές= Ενδωπαλάμια πεοταλάντωση. (από εδώ)Κωλοτρίβομαι να σ'απαντήσω αλλά είναι αρχή μου το να μην γαμάω τόπικς (εκτός αν εγγυηθείς ότι δεν θα με κάνει ban ο ψηλός)
(από εδώ)περί αναίδειας: σήμερα τό πρωΐ ο στρατής λιαρέλης μιλάει μέ τόν δήμαρχο αθηναίων καί λέει: «τόσα χρόνια δημοσιογράφος κωλοτρίβομαι...» Χρειάζεται νά προσθέσω κάτι άλλο;
(από εδώ)