Ο δις γάιδαρος (ισούται με 4 ημιόνους, άρα ο μουλαρομουλαρομουλαρομούλαρος).

Σύνθετο απο το γαϊδούρι (με την έννοια του αγενούς, δίχως τρόπους ανθρώπου) και τον γάιδαρο (με την ίδια ακριβώς έννοια).

Δεν είναι καμιά βαριά προσβολή, λέγεται μάλλον χαριτολογώντας για να μειώσουμε, με μια νότα χιούμορ, τη δριμύτητα της επίπληξής μας -που, πάντως, δεν έγινε άδικα- προς κάποιον που φέρεται με προπέτεια.

- Αν σε ξανακούσω να μιλάς έτσι στη μάνα σου, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα, κατάλαβες νεαρέ;
- Μα μπαμπά...
- Σκασμός! Γαϊδουρογάιδαρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified