Το ξεφούσκωμα λάστιχου ποδηλάτου ή αυτοκινήτου. Η λέξη προέρχεται από τον ήχο που κάνει το λάστιχο όταν τρυπάει και χάνει αέρα. Χρησιμοποιείται κυρίως στη Β. Ελλάδα.

- Ρε συ! Κανε λίγο στην άκρη. Κοίτα την πίσω ρόδα.
- Τι ρε μαν;
- Μαλάκα έπαθες φούιτ!
- Πωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έπαθα φούιτ. Πάω στον μάστορα.

Η λέξη βγαίνει από το γαλλικό fuite που σημαίνει διαφυγή και το γαλλικό ρήμα fuir που θα πει διαφεύγω. Ονομάστηκε έτσι από τη μάρκα των «μπαλωμάτων» που υπήρχε εκείνη την εποχή για τις σαμπρέλες, όταν αυτές πάθαιναν φούιτ!

Got a better definition? Add it!

Published