Μεγάλος θόρυβος που προκαλείται από συγκεντρωμένο πλήθος, οχλαγωγία, οχλοβοή, χάβρα. Από τουρκική λέξη για το πλήθος. Επίσης, καλαμπαλίκια ονομάζονται και τα αρχίδια. Ελπίζω όχι με την σημασία του «περιττού αντικείμενου»...
Μεγάλος θόρυβος που προκαλείται από συγκεντρωμένο πλήθος, οχλαγωγία, οχλοβοή, χάβρα. Από τουρκική λέξη για το πλήθος. Επίσης, καλαμπαλίκια ονομάζονται και τα αρχίδια. Ελπίζω όχι με την σημασία του «περιττού αντικείμενου»...
Δες και το λήμμα καλαμπαλίκια
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το καλαμπαλίκι, εκτός από την καθιερωμένη του έννοια ως περιττού αντικειμένου, σημαίνει και βάσανο, ντέρτι, νταλκάς.
2α. Η Τέτα μου το γύρισε σε λεσβία και περνάω μεγάλο καλαμπαλίκι.
2β. (από μόρτικο άσμα του Χάρυ Κλυν)
Ώχου τζερτζελές
Αμάν καλαμπαλίκι
Εμένα τον ασίκη
Με κάναν να με κλαις.
Δες και το λήμμα καλαμπαλίκια
Got a better definition? Add it!