Εξελληνισμένη εκδοχή του motherfucker που, ωστόσο, δεν έχει καμία σχέση με οιδιπόδεια συμπλέγματα.

Οι νέγροι των ΗΠΑ (δούλοι και απελεύθεροι) συχνά απέδιδαν στους λευκούς την προσωνυμία μαδαφάκα, εννοώντας ότι οι «αφέντες» βίαζαν τις μανάδες τους. Κατ' επέκταση, επιστάτησε για όποιον πήδαγε τη μάνα κάποιου γενικότερα. Η βρισιά αυτή διαδόθηκε κατά τον Β' Παγκόσμιο.

Στα ελληνικά αποδίδεται και ως «μανογαμιάς» και άλλα παρεμφερή παράγωγα.

Δεν έχει το Θεό του, ο άτιμος ο μαδαφάκας! Πηδάει μέχρι και τη μάνα του κολλητού του!

Και η εκγαλλισμένη κουλτουριάρικη εκδοχή (από Khan, 13/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελληνικά της αγγλικής λέξης motherfucker ή mothafucka.

Στα αγγλικά σημαίνει αυτόν που κάνει σεξ με την μάνα του, τον έχοντα έντονο το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα (Oedipus, the original motherfucker), τον μαμογαμίκο. Κατά τα Ημιζ, ο μαμογαμίκος δε, μπορεί και να σημαίνει τον γαμέτη μητέρας, όχι απαραιτήτως της δικιάς του, αλλά και αλλονώνε.

Το motherfucker στις Αφρο-αμερικάνικες κοινότητες των ΗΠΑ χρησιμοποιείται όπως στα Ελληνικά το μαλάκας. Πάντα έχει σημασία πώς το λες, γιατί το λες και σε ποιόν το λες.

Στα Ελληνικά, δεν έχει το βάρος του «γαμάς την μάνα σου» που ευκόλως θα κατέληγε σε χοντρό τσαμπουκά, αλλά χρησιμοποιείται σε ιντερνετικές τσατιές ή βλόγια από συνήθως μικρής ηλικίας άτομα, μιμητιστές της χίπι-χοπ κουλτούρας, είρωνες ή παπαρολόγους.

Με 564 χτυπήματα στο google, η λέξη πλέον έχει περάσει στο Ελληνικό λεξιλόγιο, πλέον και με Ελληνική γραμματοσειρά!

  1. Ρε τον μαδαφάκα, κοίτα αμαξιά ο τρίποδοςΆρε πστ!, δεν έπαιζα κι εγώ μπάσκετ από μικρός να δω χαΐρι... με έφαγε το μπάφκετ και το μπαλέτο...

  2. Έλα ρε μαδαφάκα, δάνεισε μου για λίγο την μπέμπα, να, έτσι να κάνω μια περαντζάδα από το Μπουρνάζι και στην επιστρέφω…

  3. Iντερνετικό βρίσιμο:

- Σανοφεμπίτς, μαδαφάκα, φακόβ, γκαντέμιτ…
- Sorry, can you please change your Greek font to English, I don’t understand shit…
- This is Sparta, re malaka, karagiozi!

Μαδάει η φάκα (από Hank, 10/06/09)(από jesus, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified