Μαμούνια αποκαλούνται και οι γκόμενες / αιθέριες υπάρξεις / -μούνες, θαμώνες σε νυχτερινά μαγαζιά / ναούς διασκέδασης / σκυλάδικα, ντυμένες αυστηρά με ενδύματα αποκλειστικά μαύρης απόχρωσης.

Η εν λόγω ενδυμασία, κάτι σαν εθνική φορεσιά των μαμουνιών, που εκτός από το μαύρο κατραμί του χρώματος χαρακτηρίζεται εισέτι και από μινιμαλισμό / αποκαλυπτικότητα, αποκαλείται αμερικλανιστί ως lbd, δηλαδή little black dress, αφήνοντας σαφή υπαινιγμό για τη λίμπιντο, την οποία εκτοξεύουν στα ουράνια.

Οι παίκτες του Αστέρα Νέας Ραιδεστού γιόρτασαν την άνοδο της ομάδας τους στην Α' κατηγ. ΕΠΣ Θεσ/νίκης με ένα ξεφάντωμα μετά των συμβίων τους και πλήθους άλλων μαμουνιών στo «Μαμούνια LIVE!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «μπαμπάκια», την αποστομωτική απάντηση των σλανγκομπαμπάδων στις ενοχλητικές επικλήσεις των απανταχού μπόμπιρων, τύπου «μπαμπά, μπαμπά» (επαναλαμβανόμενο), το «μαμούνια» είναι η αντίστοιχη απάντηση των σλανγκομαμάδων στα «μαμά, μαμά» των κανακάρηδών τους.

- Μαμά, μαμαααά... η Ελενίτσα με δάγκωσε...
- Μαμούνια! Βρε τι έχω πάθει με τα σκασμένα μεσημεριάτικα στους 42 βαθμούς υπό σκιάν...

Μαμούνια! (Ακάρεα) (από Jonas, 20/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified