Κλαψομουνιά, κλαψομουνίαση, κλαψομούνιασμα: η τάση που έχουν οι γυναίκες να κλαίγονται με το παραμικρό. Λέγεται και για άντρες.
Από το κλάμα > κλάψα και μουνί (=γυναίκα).
ρ.: κλαψομουνιάζω
παράγωγα: κλαψομούνης, κλαψομούνα, κλαψομούνικο, κλαψομούνιασμα, κλαψομουνέικος
Ανάλυση-σχόλιο
Κάποτε οι γυναίκες εξέφραζαν το αδιέξοδό τους με κομιλφό λιποθυμίες. Τώρα που οι καιροί άλλαξαν προς το φεμινιστικότερο δικαίωμα στο να τα πρήζουμε τα του άλλου απροκάλυπτα, το «αααααχ!» της λιποθυμίας αντικαταστάθηκε με γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια. Στο μεταξύ, ευθαρσώς πως, η λέξη «γυναίκα» αντικαταστάθηκε με τη σειρά της με τη λέξη «μουνί», άρα η γυναικεία κλάψα έγινε τελικά «κλαψομουνιά» ή «κλαψομούνιασμα» ή «κλαψομουνίαση» (το τελευταίο ακούγεται και σαν αρρώστια, όπως και είναι -από μια άποψη).
Πλην αλλ΄όμως, ωιμέ και φευ!, η κλαψομουνιά χαρακτηρίζει και τον άντρα. Και κει τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Κλαψομούνης άντρας είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου τύχει. Δεν ξέρεις με τί έχεις να κάνεις και πώς κι από πού να τον πιάσεις. Γιατί ο κλαψομούνης δεν το κάνει για να κερδίσει κάτι, όπως η γυναίκα. Το κάνει επειδή είναι κλαψομούνης, είναι εκ γενετής ανικανοποίητος και ακαταστάλακτος, έχει την κακιά πλευρά της γυναίκας μέσα του. Να πω επίσης ότι σε κάθε άντρα, όταν αρρωσταίνει με μια απλή γριππούλα ή έναν πονόδοντο, η κλαψομουνιά είναι εκ των ων ουκ άνευ (καλία ήταν αυτό).
Τώρα τι εστί κλαψομουνιά ακριβώς: είναι όταν μας φταίνε όλα, όταν τίποτα δεν μπορεί να γίνει όπως το θέλουμε επειδή και καλά όλοι στέκονται εμπόδιο μπροστά μας, είναι τεσπα μια επιφανειακή εκδήλωση απόγνωσης και του αισθήματος του ανικανοποίητου, είναι αφόρητη γκρίνια, συχνά συνδυασμένη με φάση γούτσου και πιθανόν και με ορμονικές εμπλοκές, τύπου προεμμηνορρυσιακού συνδρόμου (σκέτο μεγαλείο).
Είναι αληθινή κλαψομουνιά όταν το μυαλό δεν μπορεί να σταθεί παρά μόνο στο παράπονο και είναι ψευτοκλαψομουνιά όταν θέλουμε να μας κάνουν το χατήρι ή βαριόμαστε να κάνουμε αυτό που είναι να κάνουμε, ή τεσπα το παίζουμε έτσι γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος που διαθέτουμε ώστε να μας δώσουν σημασία. Κλαψομουνιάζουμε επίσης όταν ντρεπόμαστε να παραδεχτούμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι και όλα μας πάνε καλά. Νομίζουμε έτσι ότι παραέξω δίνουμε ένα προφίλ που δεν θα ξεσηκώσει τον φθόνο του άλλου και το οποίο θα μας εξισώσει με κάποιους λιγότερο ευτυχείς από μας ή θα μας καταστήσει θύμα της ζωής στα μάτια των άλλων, άρα πιο μάγκα, πιο ρεμπέτη, πιο άξιο /-α της προσοχής των.
Η κλαψομουνιά είναι δυστυχώς δομικό στοιχείο του χαρακτήρα όποιας /-ου την φέρει, άρα και δυσκολότατο να την αποβάλει. Προκύπτει από το μέγα αμάρτημα κατά του εαυτού μας: την αδυναμία μας να εντοπίσουμε μέσα μας το μερίδιο ευθύνης που φέρουμε όταν οι καταστάσεις δεν έρχονται όπως θα τις επιθυμούσαμε. Είναι, ως γνωστόν, πιο εύκολο και καθόλου επώδυνο να φταίνε πάντα και μόνο οι άλλοι, άρα και να τους ζητάμε (τα ρέστα ή τα πάντα). Πρόκειται καθαρά για σύμπτωμα ναρκισσιστικού χαρακτήρα.
Γενικά οι γυναίκες θεωρούμαστε κλαψομούνες από φύση. Τις περισσότερες φορές αυτό είναι πολεμική τακτική παρά τρόπος ζωής. Ε, μια και δυο, γίνεται και τρόπος ζωής. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί λυγίζουν μπροστά στην κλαψομουνιά, είτε επειδή τους πείθει ή επειδή θέλουν να ξεμπερδεύουν (νομίζουν) και κάνουν τα χατήρια, μπας και το «θύμα» συχάσει.
Τέλος, η κλαψομουνιά είναι επίσης παρεξηγημένο παράπονο, όταν δηλαδή ο άλλος αντιλαμβάνεται το αίτημά μας μόνο ως τέτοιο. Αυτό συμβαίνει επειδή α. δεν θέλει να παραδεχθεί ότι πράγματι είμαστε ενοχλημένοι από το αντικείμενο του παράπονού μας, β. επειδή δεν μπορεί (φύσει και θέσει) να διακρίνει την παραπάνω αλήθεια, γ. υπεκφεύγει γιατί δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει / παρηγορήσει / βρει λύση και το ρίχνει στο ότι αυτό που λέμε είναι κλαψομούνικο.
Η αλήθεια είναι ότι δεν πείθει η κλαψομουνιά ούτε καν αυτόν που την εκφράζει.
Και να μην ξεχνάμε τι είπαν κάποιοι για τον πόνο:
«Οι μικροί πόνοι φλυαρούν, οι μεγάλοι σιωπούν» - Curæ leves loquuntur, ingentes stupent (Σενέκας), και
«Όποιος μπορεί να πει ότι καίγεται έχει απλώς αρπάξει λίγο» -Chi puo dir com'egli arde è in picciol fuoco (Πετράρχης).
Από τον Montaigne και το «Περί Θλίψης» δοκίμιό του όλ' αυτά.
ΥΓ: Οι κακές γλώσσες λένε ότι είμαστε κλαψομούνικος λαός. Το αφήνω στην κρίση σας.
από το ΔΠ, νονός allivegp
βλ. και μπαρμπουνομουρμούρα
- Τι έγινε, πώς πάει;
- Ε, πώς να πάει μωρέ... Φτώχεια, ανεργία, το κράτος... Σπίτι όλη μέρα και πουλοβαράω...
- Πάψε ρε πούστη πια, όλο τα ίδια και τα ίδια, πες επιτέλους ότι έχεις και τρως τα έτοιμα και ότι την ξύνεις κανονικά και κόφ' την κλαψομουνιά, έλεος!
- Τι έγινε, πώς είσαι;
- Να, εδώ, μόνη σαν το λεμόνι, τηλέφωνο δεν χτυπάει, δεν έχω με ποιον να πάω μια βόλτα, όλη μέρα μέσα στο σπίτι κλεισμένη, μαγειρεύω για τον εαυτό μου, βλέπω λίγη τηλεόραση, ε, πώς να πάει...
- Ρε συ σου έχω πει χίλιες φορές, τράβα γράψου σε κανα γυμναστήριο να γνωρίσεις κανα γκόμενο, καμιά φιλενάδα...
- Απαπα, δεν μπορώ να φοράω φόρμες και αθλητικά εγώ...
- Ε άρχισε ζωγραφική, κεραμική, κάποια τέτοια τέχνη...
- Απαπαπαπα, εκεί πάνε όλες οι τρελές. Εξάλλου μια χαρά ζωγραφίζω μόνη μου...
- Γράψου στο κολυμβητήριο να κάνεις και τα μπανάκια σου.
- Απαπαπα, θα μου χαλάσει το μαλλί, αστειεύεσαι;
- Ε μα τι θες τέλος πάντων για να κόψεις την κλαψομουνιά;
- Έναν γκόμενο τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό μου, με λεφτά, ελεύθερο, να μην είναι αδελφή, να μην είναι χωρισμένος, να μην θέλει παιδιά, να μην είναι μαμάκιας, να γουστάρει ταξίδια και θέατρα και εστιατόρια, να είναι καλός οδηγός και να έχει γαμώ τ' αμάξια, να είναι ωραίος, ψηλός, γυμνασμένος, καλοντυμένος, καλόγουστος, να έχει το δικό του σπίτι, να μη θέλει γάμο, να μην κοιτάει άλλες και να με έχει στα ώπα-ώπα.
- Α μάστα. Και τι του δίνεις εσύ για όλ' αυτά;
- Ε τι του δίνω... Ένα ρετιρέ και την ομορφιά μου!
(πραγματικός διάλογος...)