Ειρωνικό υπονοούμενο για ύποπτη ή παράνομη ερωτική συνεύρεση. Εκφέρεται κυρίως με δηκτική διάθεση συνοδευόμενη από αρκετό φθόνο, και συνήθως αφορά σε άτομα του στενού φιλικού ή οικογενειακού περιβάλλοντος (σύζυγος, κόρη, γκόμενα κλπ).

  1. - Η Μαρία πήγε στη Ρώμη με το αφεντικό της για «δουλειές». Μου την έχει δώσει!
    - Μήπως είσαι παράξενος;
    - Στο ίδιο δωμάτιο μένουν ρε μαλάκα, τι λες εσύ, το βράδυ να παίζουν τις κουμπάρες;

  2. - Η Δέσποινα είναι κλειδωμένη στο δωμάτιό της με το Γιώργο δυο ώρες.
    - Λες να πηδιούνται;
    - Όχι, παίζουν τις κουμπάρες. Άιντε, σύνελθε!

Παίζουμε τις κουμπάρες; (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified