Όταν κάποιος κάνει τον κινέζο.

Η αναδιατύπωση αυτή του χριστιανοσλανγκικού «ἀγρὸν ἠγόρασα» (Λουκ. ιδ΄, 18) αποτελεί παρά φύσιν ξαδελφάκι των τουλάστιχον, λουκλάνικο, μαλακαρονάδα, ελαιοφορείο κ.α. παρεμφερών γελοιοτήτων. Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι!

Ασίστ: Gatzman

  1. - Έχω το ακαφελόγιστο θα μου πεις, αλλά αυτός υγρόν αγόραζε...
    (Gatzman, εδώ)

  2. - Η ΕΛΛ.ΑΣ. είχε, από ότι διαβάζω, πληροφορίες ότι υπάρχει φυγάς στην περιοχή εδώ και μια εβδομάδα, αλλά «υγρόν» αγόραζε … Τυχαίο να τό πω αυτό; ή αγόραζε πράγματι «υγρόν» – «ρευστόν»; Ότι και να πω ψέμματα θα είναι …
    (εδώ)

  3. - Ο Αρχίδαμος αγρόν ηγόραζε (ή υγρόν αγόραζε) και έκανε τον κινέζο...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified