Εκ του αγγλικού man (άνδρας). Χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση, όπως τα δικέ μου, παιχταρά μου, αρχηγέ μου κτλ. Η ευρεία χρήση του στη νεοελληνική δικαιολογείται από τη δημοτικότητα του μαύρου lifestyle, της «μαύρης» μουσικής (hip hop, rap) και του MTV.

  1. Πού 'σαι ρε μαν;

  2. Και δε μου λες ρε μαν...

Δες και -μαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο dealer.

-Και να σου πω, παίζει να χει τίποτα καλό ο μαν σου αυτή την περίοδο;

(από poniroskylo, 23/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified