Ο άπατος, ο άμπακας, ο αγλέουρας (στα επτανησιακά ιδιώματα).

Σημ:. ο όρος προέρχεται από το στερητικό α- και το ρήμα «βλέπω» (πβ. βλέμμα).

- Πάλι έφαγε τον αβλέμμονα ο Γεράσιμος.
- Και μετά παραπονιέται ότι έχει αποκτήσει μπάκα!

Ο Αβλέμονας Κυθήρων. Μαγεία. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified