Ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος ή αντούβιανος, ο άγαρμπος, χωρίς χάρη και ισορροπία στις κινήσεις του (στην κεφαλλονίτικη slang). Συχνό σε άτομα με «σύνδρομο του Μαρφάν».

Ο όρος μάλλον από το στερητικό α- και το ουσιαστικό (ν)τάρα (= το αντίβαρο).

- Για τήρα το Λέλο, προβατεί και μπουρδουκλώνεται.
- Πούθε πηαίνεις ωρέ άταρεεε; (κράξιμο)

O τίμιος Αbe ξεχωρίζει. (από allivegp, 17/04/10)Τάταρος (από HODJAS, 19/04/10)Και ο Charles Bronson είναι Τάταρος... (από HODJAS, 19/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified