Ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος ή αντούβιανος, ο άγαρμπος, χωρίς χάρη και ισορροπία στις κινήσεις του (στην κεφαλλονίτικη slang). Συχνό σε άτομα με «σύνδρομο του Μαρφάν».
Ο όρος μάλλον από το στερητικό α- και το ουσιαστικό (ν)τάρα (= το αντίβαρο).
- Για τήρα το Λέλο, προβατεί και μπουρδουκλώνεται.
- Πούθε πηαίνεις ωρέ άταρεεε; (κράξιμο)