Παθητική φωνή του ρήματος τσουτσουριάζω.

Περιγράφει γενικώς την έγερση, αλλά, ειδικότερα, όταν επιστρατεύεται από την εφεδρεία, περιγράφει τις σηκωμάρες του ανδρικού πέους. Χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στο γ' ενικό πρόσωπο του αορίστου.

Είναι προσφιλής έκφραση των σιγανοπαπαδιών.

Το βάσανο:
- Αχ μωρό μου, τι βλέπω, μου ακόμα δεν πρόλαβα να ξεντυθώ και σου τσουτσουρώθηκε.

(από iwn, 28/10/10)Τσουτσουρώνονται κυρίως στην Κρητη (από perkins, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified