Ζεσταίνομαι, σκάω από τη ζέστη.

Αγκουσεύομαι εδώ μέσα που μ' έχετε κλείσει! Πάμε καμιά βόλτα έξω να δροσιστούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθάω, γίνομαι ντίρλα. Πιο συνηθισμένα έχω σβερκώσει.

- Αρχίσαμε τα κεράσματα στο μπαράκι και μετά από 6-7 ποτά είχα σβερκώσει τελείως! Σηκώθηκα να πάω τουαλέτα κι είδα το φως στο ταβάνι! Ξαναέκατσα αμέσως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified