Ο υπάλληλος νυχτερινού μαγαζιού που καταγράφει ό,τι σερβίρουν τα γκαρσόνια. Κάθεται σε σημείο από όπου μπορεί να τους ελέγχει, δίπλα στην ταμειακή ή σε ένα τραπέζι πάνω στην έξοδο της κουζίνας, και σημειώνει τα ποτά και τα υπόλοιπα (πιάτα κλπ) που φεύγουν προς τους πελάτες. Όταν οι σερβιτόροι παραδίδουν ταμείο τσεκάρει αν τα ποσά που δίνει ο καθένας και η καθεμιά συμφωνούν με αυτά που σέρβιραν.
Μάρκα μπαίνει κάποιος έμπιστος του αφεντικού, παρατηρητικός και έξυπνος, διότι οι σερβιτόροι μέσα στο χαμό και να κλέψουν μπορούν και να κεράσουν τις παρέες τους και να χάσουν τον λογαριασμό σε βάρος του ιδιοκτήτη. Υπάρχει στα μεγάλα μαγαζιά με πολλούς σερβιτόρους, πολλή πελατεία, λίγες κομμένες αποδείξεις και απουσία ιδιαίτερου μηχανογραφικού συστήματος (μπουζουκτσίδικα, μεγάλα καφέ-μπαρ κλπ).
Η έκφραση είναι είμαι μάρκα ή δουλεύω μάρκα. Πιθανώς η μάρκα σαν χαρακτηρισμός εύστροφου ανθρώπου να προήλθε και από εδώ. Λέγεται στην Βόρεια Ελλάδα. Πιο νότια χρησιμοποιείται το συνώνυμο τσεκαδόρος.
Mark στα αγγλικά σημαίνει, ανάμεσα στα άλλα, «σημειώνω», «καταγράφω».
- Στο πειθαρχικό μού ρίξανε τρεις μήνες παύση και στέρηση βαθμού. Κι όλα αυτά για το κάθαρμα τον παλιό μου διευθυντή που τον εμπιστεύτηκα και έβαζα υπογραφές σα μαλάκας.
- Και πώς την πάλεψες από λεφτά;
- Ήξερα το αφεντικό στο Κόλορς που δούλευα γκαρσόνι πιτσιρικάς, είχαμε κρατήσει επαφή από τότε και μ’ έβαλε μάρκα. Άμα δεν ήταν κι αυτό θα είχα πεθάνει της πείνας.
