(Μεταφορικά) Πάρα πολύ, υπερβολικά, τα πλείστα.
kantar = καντάρι, είδος ζυγαριάς, < kantarci = κανταρτζής, ζυγιστής
Έφαγε ξύλο με το καντάρι.
Έβρεξε με το καντάρι.
Λέει τις μαλακίες με το καντάρι.
Πουλάς τρέλλα με το καντάρι.
(Μεταφορικά) Πάρα πολύ, υπερβολικά, τα πλείστα.
kantar = καντάρι, είδος ζυγαριάς, < kantarci = κανταρτζής, ζυγιστής
Έφαγε ξύλο με το καντάρι.
Έβρεξε με το καντάρι.
Λέει τις μαλακίες με το καντάρι.
Πουλάς τρέλλα με το καντάρι.
Got a better definition? Add it!