Ο οδηγός μοτοσυκλέτας τύπου στριτ (street), δηλαδή μοτοσυκλέτας μεγάλου κυβισμού κατάλληλης για ταχύτητα σε ομαλό δρόμο.

- Ωραίο εργαλείο ρε Μήτσο! Μας έγινες στριτάς τώρα;
- Εντάξει, το βαρέθηκα το χώμα. Θέλω λίγη άσφαλτο και γκάζια πια.

Got a better definition? Add it!

Published

Γραφίστας που συνήθως δεν έχει σχέση με το γκράφιτι, αλλά γράφει και ζωγραφίζει στους δρόμους για να περάσει την ώρα του.

Χαζομάρες! Πέρασαν χτες στριτάδες και βάψανε όλο τον τοίχο με μουτζούρες!

Got a better definition? Add it!

Published