Άτομο άρρεν η θήλυ, ευθυτενές, ίσιο, άκαμπτο, δε σκύβει, δεν καμπουριάζει. Βαδίζει περήφανα, λεβέντικα, αεράτα, κιμπαρλίδικα.

Συγχρόνως είναι λεπτό, αδύνατο, όχι παχύσαρκο, ούτε υπέρβαρο, ούτε κοντό, προσομοιάζων / -ουσα το ευθύ σπαθί, απ' όπου και ο όρος.

Αναφέρονται και οι σπαθάτες κουβέντες, δηλαδή λόγος ευθύς, σαφής, ξηγημένος, ντεκλαρέ, ντόμπρος, χωρίς υπονοούμενα, περιστροφές ή παρερμηνείες.

Συνώνυμα: ορθά-κοφτά, τσεκουράτα, χύμα, φόρα παρτίδα.

  1. - Είναι ωραίος, ψηλός, σπαθάτος, με πράσινα μάτια και του αρέσει ο χορός.

  2. - Δεν ξέρω πώς σου τα 'παν οι άλλοι, εγώ πάντως θα σ'τα πω με σπαθάτες κουβέντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified