Τσαγωτό ή και τσαγάκι, είναι όταν ο άντρας βάζει-βουτάει το παπαροσάκουλό του στο στόμα της γυναίκας, και εκείνη το δέχεται στο στόμα της σαν ποτήρι. Το όνομα είναι παρμένο απο τον τρόπο που λειτουργεί το σακουλάκι του τσαγιού στο ποτήρι με το νερό ώστε να πάει παντού το άρωμα του τσαγιού χωρίς να πέσουν μέσα στο νερό τα αποξηραμένα φύλλα του τσαγιού.

  1. Πω καλά, παιδιά η Γιώτα μου έκανε ένα τσαγωτό εχθές...

  2. Έλα μωρό μου, πού είσαι; Θα έρθεις από το σπίτι, να ετοιμάσω το τσαγάκι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η στάση όπου η γυναίκα τρίβει τους όρχεις του άντρα.

- Έτσι, ναιιιι, ζούλα μου τ' αρχίδια...
- (επιφώνημα που δείχνει απόλαυση)
- Ναι, μωρό μου. Κάνεις τέλειο τσαγωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified