Η ευρισκόμενη σε ανάπαυση ψωλή.
Αγγλιστί: flaccid.
Τότε - τι θαύμα φοβερό - εκείν' οι ψωλαράδες
κατάχαμα ξαπλώσανε σαν να 'τανε κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους, τουρλώνουνε τον κώλο
και περιμένουν να δεχτούν τον τρομερό τον ψώλο.
Μ' αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος
πως είν' τ' αρχίδια του κενά και ο πούτσος του πεσμένος.
Έδωσε όμως το λόγο του στους τουρλωμένους κώλους
πως κάποια μέρα και αυτούς θα τους γαμούσε όλους.
Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
(εδώ)