1. Γαμάω κώλο, σοδομίζω.

  2. Υποβάλλω τον ύποπτο σε ενδελεχέστατη σωματική έρευνα, χωρίς ν’ αφήσω όχι σπιθαμή που λέει ο λόγος, αλλά ούτε χιλιοστό που να μην ψάξω.

  1. Μ’ έχει αρρωστήσει η πουτάνα. Έχει την πιο πρόστυχη κωλάρα που έχω δει στη ζωή μου και δεν τη δίνει. Αν δεν της πάρω τα κωλοτρυπιδικά της αποτυπώματα να μη με λεν Βαγγέλα.

  2. Στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης τα κάναν όλα φύλλο και φτερό, μόνο τα κωλοτρυπιδικά αποτυπώματα που δε μας πήραν.

κωλοτρυπιδικά αποτυπώματα (από PUNKELISD, 02/11/11)(από Khan, 03/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified