Στράτευμα μηχανικού και σκαπανέων.
Από το Λατινικό fossa (όρυγμα, τάφρος, λάκκος). Στα ποντιακά: φοσίν (λάκκος).
Βλ.: «Το Ιστορικό Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου», Άνθιμος Παπαδόπουλος.
- Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν...
- Χτάλεψον το φοσί σ' («Σκάψε το λάκκο σου» στα ποντιακά).