Ο παλαιάς εποχής, παλαιού τύπου, συνήθως σε απομίμηση.

Επίσης ο παλιομοδίτικος, ο πασέ.

Λέγεται για τρόπους, εμφάνιση, εκφράσεις, αντικείμενα, κλπ.

Από το «παλαιικός», υποθέτω.

Τίτλοι άρθρων από το νέτι:

Δωρεάν ετικέτες σε παλιακό στυλ

Με το παλιακό ύφασμα της θείας μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιός, αυτός ο οποίος έχει εμπειρία, ο πιο μεγάλος και σεβάσμιος μίας παρέας. Χρησιμοποιείται κυρίως για να προσδώσει κύρος σε κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Θεσσαλίας.

- Ποιος είναι αυτός;
- Ο Πέτρος; Αυτός είναι παλιακός, να τον ακούς πάντα, ξέρει τι λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified