(Πάτρα)
ξεβαφτίζω: μπινελικώνω κάποιον σε τέτοιο βαθμό (συνήθως εμπλέκοντας θεία πρόσωπα σε άσεμνες στάσεις), που δεν μένει πια τίποτε ιερό πάνω του (βλ. χέζω/«λούζω» πατόκορφα)
ξεβαφτίζομαι: μπαινοβγαίνω συχνά στο νερό (θάλασσα ή μπανιέρα).
Καίτοι οι πατρινοί τυγχάνουν ιδιαίτερα θρήσκοι (και θρησκόληπτοι), παρατηρείται το οξύμωρο, η λαϊκή δοξασία να θεωρεί εξαιρετικά επιφανειακό και πρόσκαιρο το εξ απαλών ονύχων «επίχρισμα» της βαπτίσεως, ώστε να αποκολλάται ευχερέστατα, συνεπεία ύβρεως ή ύδατος, αντιστοίχως.
- Μήτσε, πήρε ο προμηθευτής και είπε δε θα’ ρθει σήμερα, του ’τυχε δουλειά λέει. Άμα είναι αύριο πρωί-πρωί.
- Αύριο; Τί μαλακίες είν’ αυτές; Και τί θα κάνω εγώ σήμερα που δε μου’ χει μείνει στόκ; Για βρες μου το τηλέφωνό του, ναν τονε ξεβαφτίσω, να σου πώ εγώ...- Μάααακηηηη! Πιπίιιιιτσαααα! Βγείτε επιτέλους απ’ τη θάλασσα βρωμόπαιδα, που ’χετε μελανιάσει και τρέμετε σα ζαγάρια! Ξεβαφτιστήκατε πιά!
- Μάλιστα μητέρα.- Επρόπερσυ το καλοκαίρι με τους καύσωνες, που ’χε χτυπήσει σαρανταπεντάρια, έκανα ίσαμε 5-6 ντούς τη μέρα!
- Είσαι κι εσύ των άκρων, βρε παιδί μου. Ή που θα ξεβαφτίζεσαι ή καθόλου;
- Δεν το πήρα;! Εγώ κάνω κάθε μέρα μπάνιο.
- Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...