Ο πολύ χοντρός άνθρωπος, που θεωρείται ότι ομοιάζει με κήτος λόγω του όγκου του.

Χρησιμοποιείται συχνά στην παραλία για λουόμενες που επιδεικνύουν το πελώριο σώμα τους.

Βλ. και όρκα.

  1. που πας μωρη φαλαινα με το μινι; (Από το Φέισμπουκ)

  2. Που πας μωρή φάλαινα καμαρωτή και νομίζεις ότι θα μας καυλώσεις όταν σε βλέπουμε και αναρωτιόμαστε αν θα μας ξανασηκωθεί; (Ελληνίδες πατσούρια)

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιά καζινόβιων για φορτωμένους παίκτες με γαμάουα οικονομική επιφάνεια που στοιχηματίζουν μεγάλα ποσά, προφ επειδή έχουν «χοντρό πορτοφόλι» (βλ. εδώ).

Εκτός Ελλάδος μιλάμε για παιχτούρες που ακουμπάνε μέχρι και μισό μύριο στη ριξιά. Τα καζίνα τους κάνουν τεμενάδες, αποστέλλοντας ιδιωτικά τζετ να τους παραλάβουν, προσφέροντας σουίτες με αράπηδες με φτερά, ακόμα και επιτρέποντάς τους να καπνίζουν (!) σε ειδικές αίθουσες καθώς παίζουν. Οι καθ' ημάς φάλαινες είναι κομματάκι πιο φτωχομπινεδιάρηδες. Θα καταθέσουν κολλαριστή την σύνταξη της κατατονικής γιαγιάς, καθώς εκείνη θα μασουλάει δωρεάν χοιρινό με πουρέ στο Deep Blue.

Αγγικανιστί: high roller.

1. Πώς μία «φάλαινα» σήκωσε 32 εκατ. δολάρια από το μεγαλύτερο καζίνο της Αυστραλίας!

2. Ο κ. «φάλαινα», όπως αποκαλούνται οι μεγάλοι τζογαδόροι, με τη βοήθεια ενός συνεργάτη του, μπήκε στο σύστημα παρακολούθησης του Crown και έβλεπε από τις κάμερες τα χαρτιά των άλλων παικτών.

(από σφυρίζων, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified