1. Κάπως πιο δόκιμα σημαίνει τρώω κάτι με το κουτάλι.

  2. Καθώς αρχίζουν οι μεταφορές, το κουταλιάζω μπορεί να περιγράψει τον βαθυκούταλο που με περισσή λαιμαργία ρίχνεται στο φαγητό, ή ακόμη πιο μεταφορικά κάποιον που ρίχνεται αρπαχτικά σε οποιαδήποτε ηδονή, λεφτά, ρεμούλα, σεξ, ή που αρπάζει και παντελονιάζει κάτι που δεν του ανήκει κ.ο.κ.

  3. Στα μάγκικα παλαιότερων εποχών και στα καλιαρντά έχει την σημασία βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω.

  1. Αυτό που μ'αρέσει σε μένα ειναι οτι ενώ παραπονιέμαι για τις κοιλιές και τα μπούτια μου,συνεχίζω ακάθεκτη να κουταλιαζω το παγωτό (Εδώ).

  2. Μια χαρά είναι οι Έλληνες. Αλλού είναι το πρόβλημα: [...] Είναι ο γερομπισμπίκης που την χούφτωσε, τα χούφτωσε, την κουτάλιασε, τα ενθυλάκωσε και τώρα κατοικεί δίπλα στον επικεφαλής των κατακτητών. (Εδώ).

  3. Αχ, αδερφές και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια. Να οι μπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήματα, τα κουραβαλιάσματα και τα σαρμελοχαμόγελα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού spooning. Είναι σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ερών πηγαίνει πίσω από τον ερώμενο και τον αγκαλιάζει, ενώ βρίσκονται και οι δύο σε πλαγιαστή στάση στο κρεβάτι και διεισδύει από πίσω. Θεωρείται τρυφερή και χαλαρή στάση. Μπορεί να σημάνει και στάση απλής εγκοιμήσεως χωρίς διείσδυση. Η μεταφορική εικόνα είναι από κουτάλια που είναι το ένα πίσω από το άλλο "κουταλιαστά" σε μια κουταλοθήκη.

Την κουτάλιασα για να μπορώ να χαϊδεύω τρυφερά το υπέροχο σώμα της.

Got a better definition? Add it!

Published