Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Η αμοιβή ή δωράκι προς κάθε καρυδιάς μεταφορέα: από το πουρμπουάρ τση γκαρσόνας μέχρι και τον άξιο μισθό του φερτάκια.

Εκ του φέρνω και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου -ίκι.

1.
Φερτίκι. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων (δώσε το φερτίκι στο παιδί, που έφερε τη βαλίτσα)

2. Για τον σχηματισμό με βάση το φερτ- συγκρίνετε και τη λέξη φερτίκια (τα), παναπεί τα κόμιστρα, όπου το παραγωγικό επίθημα είναι μεν το -ίκια αλλά —όπως και στην περίπτωση του -(τ)άκιας— το ταυ στο -(τ)ίκια ευνοείται από παρόμοιες λέξεις που το έχουν: βρετίκια, μπατίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified