Νεωτεριστική σύνθετη λέξη από το παίρνω + δίνω. Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται μόνο σε άνδρες με παθητική αλλά και ενεργητική σεξουαλική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά.

- Πωπω, κοίτα έναν κουνιστό...
- Να σου πω την αλήθεια, για παιρνοδίνη τον κόβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified