Σημαίνει ατασθαλία, γκάφα, αλλά κυρίως πουστιά.

Η μη slang σημασία της λέξης είναι το λέρωμα από λάδι, που θεωρείται δύσκολος λεκές.

-Του την έκανε την λαδιά η Έφη... και δεν της το 'χε κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την άκουσα από νεαρό ποδοσφαιρόφιλο, με χλευαστική διάθεση.

Η τελειωμένη κατηγορία, Ω' εθνική.

Ακόμα στην ξου κατηγορία είσαστε;

pyrsos grevenwn (από martinakizzz, 05/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απ' το παλιός και γενικότερα, με αυτό το χαρακτηρισμό προσδιορίζεται ο έμπειρος, ο γνώστης εδώ και καιρό, σε οποιοδήποτε θέμα. Δεν είναι αναγκαίο να είναι μεγαλύτερης ηλικίας ο πάλιουρας, αλλά οπωσδήποτε με την συγκεκριμένη έκφραση του προσδίδουμε χρόνια εμπειρίας στο αντικείμενο.

  1. - Δες τον γέρο στη γωνιά πώς τα πίνει!
    - Πάλιουρας θα 'ναι...

  2. από φόρο
    Και επίσημα όσοι φοιτητές είναι πάλιουρες θα δώσουν όλα τα μαθήματα στην ερχόμενη εξεταστική ( και άρα και σε κάθε εξεταστική... ) !!!

  3. για έμφαση
    Καινούριοι πιλότοι σε καταιγίδα:
    - Ρε συ δεν βάζουμε το αυτόματο;
    - Δεν χρειάζεται, το κουμαντάρω. Είμαι πάλιουρας εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που έχει συνδεθεί με σεξουαλική δραστηριότητα (τον παίρνεις τον πέοντα). Όποτε και αναφερθεί σε συζήτηση με άλλη σημασία, τα πρόστυχα παρευρισκόμενα μυαλά αλαλιάζουν ή αναστατώνονται γενικότερα.

Συνήθως χρησιμοποιείται στο δεύτερο πρόσωπο και συνοδεύεται από τα εξής: από πίσω κι από μπρος, και γέρνεις, ολότελα, από πίσω κ.α.

Εκτός από την κυριολεκτική έννοια που δεν την απαντάμε συχνά, τον παίρνεις είναι γνωστή γείωση, ή, στην ερωτηματική μορφή, χρησιμοποιείται για να κομπλάρουμε, να προσβάλλουμε ή να χρεώσουμε κάποιον.

Παράλληλα, εκτός από την πρόστυχη έννοια, αναφέρεται από νυσταγμένους που «πάνε να πάρουν έναν υπνάκο» .

Βέβαια υπάρχει και το γνωστό άσμα «Πότε τον παίρνεις, πότε τον τρως, λίγος είναι ο μισθός» του Μπουγά.

  1. Ουυυυυααααααργγκχχχχ... Θα πάω να τον πάρω λιγάκι.

  2. - Καυλό η Ντίνα που σου γνώρισα ε;;
    - Α, καλά, εσύ αγόρι μου τον παίρνεις...

  3. συγκάτοικοι:
    -Τα 'παιξα λάθος και πρέπει να μου 'φυγε ένα πενηντάρικο παραπάνω στη ΔΕΗ.
    -Καλά ρε μαλά, τον παίρνεις; Τι θα τρώμε; Τρέχα γύρευε τώρα να σ' το δώσουν πίσω.

(από Khan, 30/04/14)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση που γίνεται από άτομο το οποίο μόλις έκλασε και θέλει να παρακινήσει τους συνευρισκόμενους να μυρίσουν την ευωδιά. Γκαραντί πιάνει.

-πρρτσςςςςςς... Ωπ! Ποπ-κορν μου μυρίζει;
βαθιά αναπνοή... -Έλα ρε σιχαμένε...

(προσέξτε, έδωσα έμφαση στο Σ για να φανεί πως είναι τζούφια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτουργεί, δουλεύει.

...
-Δηλαδή αν τρίψω αβοκάντο στις μασχάλες μου δεν θα ιδρώνουν;
-Ναι ρε! Το 'χω δοκιμάσει, πιάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φρόνιμος, ο ήσυχος.

Χρησιμοποιήθηκε στην «Ωραία των Αθηνών», όταν η Βασιλειάδου ρωτά τον Φωτόπουλο:
- Θα είσαι φρόνιμος;
κι αυτός απαντά
- Χάρακας!
(με σεξουαλικό υπονοούμενο)

(από Khan, 30/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεωτεριστική σύνθετη λέξη από το παίρνω + δίνω. Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται μόνο σε άνδρες με παθητική αλλά και ενεργητική σεξουαλική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά.

- Πωπω, κοίτα έναν κουνιστό...
- Να σου πω την αλήθεια, για παιρνοδίνη τον κόβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified